διαμηνύω
Look at other dictionaries:
διαμηνύω — (Α διαμηνύω) [μηνύω] 1. αναγγέλλω, ανακοινώνω 2. διαβιβάζω μήνυμα 3. δείχνω ή υποδεικνύω με σαφήνεια … Dictionary of Greek
διαμήνυση — η (Α διαμήνυσις) [διαμηνύω] διαβίβαση μηνύματος με αγγελιαφόρο ή ειδικό αντιπρόσωπο … Dictionary of Greek
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek